- ὠμοβόειος
- ὠμο-βόειος, α, ον, [dialect] Ion. [suff] ὠμο-βόεος, or [suff] ὠμο-βόϊνος,A of raw, untanned ox-hide,
ἀσπίδας ὠμοβοΐνας Hdt.7.76
,79; γέρρα δασειῶν βοῶν ὠμοβόεια (v.l. -βόϊνα) X.An.4.7.22; δερμάτων ὠμοβοείων (v.l. βοΐνων) ib.26; σάλπιγξιν ὠμοβοΐναις ib.7.3.32 codd.:—ἡ ὠμοβοέη (sc. δορά), a raw ox-hide (cf. λεοντέη, etc.), Hdt.3.9, 4.65: in later writers usu. in form [suff] ὠμο-βόϊνος, Str.15.1.42, D.S.3.8, etc.: acc. pl. ὠμοβοεῖς in AP6.21.4 is formed by a false analogy, as if fr. ὠμοβοεύς.II ὠμοβοείου μοι παραθεὶς τόμον . . , καὶ τρία μοι κεράσας ὠμοβοειότερα . . having set before me a slice of raw beef, and mixed me three cups yet more raw than beef, AP11.137 (Lucill.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.